- βρότους
- βρότοςblood that has run from a woundmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βροτούς — βροτός mortal man masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CUPIDO — Amoris Deus, quem Hesiodus natum vult ex Chao et Terra, Simonides ex Marte et Venere, Arcesilaus ex nocte et Aethere, Alcaeus ex Lite et Zephyro, Sappho ex Venere et Caelo, Seneca ex Venete et Vulcano. Quidam ex sola Venere prognatum tradunt,… … Hofmann J. Lexicon universale
ακεσίμβροτος — ἀκεσίμβροτος, ο (Α) αυτός που θεραπεύει τους βροτούς, τους θνητούς (αποδίδεται στον Ασκληπιό, Ορφ. Λιθ. 8). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι + βροτός πρβλ. τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
βρότειος — βρότειος, α, ον και βρότεος, η, ον (Α) [βροτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους βροτούς, ο ανθρώπινος («βρότειον γένος», «βρότειοι πόνοι») … Dictionary of Greek
θερίζω — (ΑΜ θερίζω) 1. κόβω σιτηρά ή χόρτα με δρεπάνι ή με θεριστική μηχανή («θερίσαντες δ ἂν τὸν σῑτον ἔπλωον», Ηρόδ.) 2. φονεύω ομαδικά, προκαλώ αθρόους θανάτους (α. «τούς θέρισε το πολυβόλο» β. «Ἄρη τὸν ἀρὸτοις θερίζοντα βροτούς», Αισχύλ.) 3.… … Dictionary of Greek
κατορθώνω — (ΑΜ κατορθῶ, όω, Μ και κατορθώνω) φέρνω κάτι σε αίσιο τέλος, εκτελώ κάτι με επιτυχία, καταφέρνω να κάνω κάτι, επιτυγχάνω (α. «ύστερα από πολλές προσπάθειες κατόρθωσα να σέ συναντήσω» β. «πολλὰ καὶ μεγάλα κατορθοῡσιν», Πλάτ.) μσν. 1. μέσ.… … Dictionary of Greek
πρωτοπήμων — ονος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που για πρώτη φορά ή περισσότερο βλάπτει, προκαλεί ζημιά ή κακό σε κάποιον, ο πρώτος αίτιος ενός κακού («βροτοὺς θρασύνει γὰρ αἰσχρόμητις τάλαινα παρακοπὰ πρωτοπήμων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + πήμων… … Dictionary of Greek
σκοταρχώ — έω, Μ [σκοτάρχης] (για τους δαίμονες ή τους διαβόλους) είμαι αρχηγός τού σκότους, τών σκοτεινών δυνάμεων («βροτοὺς δᾳδουχῶ καὶ σκοταρχοῡντας φλέγω», Στουδ. θεόδ.) … Dictionary of Greek
συναρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. συναρμόττω Α συνδέω επιμέρους τμήματα προκειμένου να συγκροτήσω ένα αρμονικό και ενιαίο σύνολο, συναρμολογώ («ὀλόμενον σκάφος συναρμόσας ὁ Πριαμίδας», Ευρ.) νεοελλ. (κατ επέκτ.) κάνω στέρεη σύνδεση, στερεώνω μσν. μέσ.… … Dictionary of Greek
σφάλλω — ΝΜΑ (ενεργ. και μέσ.) 1. κάνω λάθος, πέφτω σε σφάλμα 2. αμαρτάνω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) βλ. εσφαλμένος αρχ. 1. κάνω κάποιον να πέσει, ιδίως με τρικλοποδιά 2. αναγκάζω πλοίο να ξεφύγει από τον δρόμο του («τὰς δὲ βαρβαρικὰς [ναῡς … Dictionary of Greek